- ωθητικός
- -ή, -όο κατάλληλος για ώθηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ωθητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώθηση, ο ικανός ή κατάλληλος για ώθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Α. Λυκόρτα] … Dictionary of Greek
ωθιστικός — ή, ό, Ν ωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠθίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek